πέφυκ'

πέφυκ'
πέφῡκα , φύω
bring forth
perf ind act 1st sg
πέφῡκε , φύω
bring forth
perf imperat act 2nd sg
πέφῡκε , φύω
bring forth
perf ind act 3rd sg
πέφυκα , φύζω
perf ind act 1st sg
πέφυκε , φύζω
perf imperat act 2nd sg
πέφυκε , φύζω
perf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”